Λίγοι είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι η μαρμελάδα έχει τις ρίζες της στην αρχαία Ελλάδα. Από τα χρόνια εκείνα, οι Ελληνες συνήθιζαν να σιγοβράζουν κυδώνια με μέλι και να φτιάχνουν έναν πολτό, το «μελίμηλον», το γνωστό σήμερα ως κυδωνόπαστο. Παρατήρησαν, επίσης, πως το μείγμα αυτό όταν κρυώνει έχει την ιδιότητα να πήζει και μπορεί να συντηρηθεί για μεγάλο διάστημα. Οι αρχαίοι «μήλα» ονόμαζαν γενικώς τα κυδώνια, τα μήλα, τα ροδάκινα, τα βερίκοκα, τα κίτρα.
Το μελίμηλο υιοθετήθηκε και αγαπήθηκε πολύ από τους Ρωμαίους, οι οποίοι το ονόμασαν «melimelum». Στο βιβλίο του Απίκιου «De re culinaria» υπάρχει μια συνταγή για το πώς μπορούμε να συντηρήσουμε ολόκληρα κυδώνια βρασμένα σε μέλι και «έψημα», δηλαδή πετιμέζι.
Με το πέρασμα των αιώνων, αν και η πρώιμη αυτή μαρμελάδα εξακολουθούσε να είναι πολύ αγαπητή, η λέξη «μελίμηλον – melimelum» χάθηκε από τις ευρωπαϊκές γλώσσες, για να κάνει ξανά την εμφάνισή της περί το 1500 στην πορτογαλική λέξη «marmelo», η οποία σημαίνει κυδώνι και κατ’ επέκταση το συγκεκριμένο παρασκεύασμα. Στη γαλλική γλώσσα έγινε «marmelade» και στην αγγλική «marmalade».